εὐνουχίᾳ

εὐνουχίᾳ
εὐνουχίαι , εὐνουχίας
like a eunuch
masc nom/voc pl
εὐνουχίᾱͅ , εὐνουχίας
like a eunuch
masc dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὐνουχία — εὐνουχίᾱ , εὐνουχίας like a eunuch masc nom/voc/acc dual εὐνουχίας like a eunuch masc voc sg εὐνουχίᾱ , εὐνουχίας like a eunuch masc voc sg (attic) εὐνουχίᾱ , εὐνουχίας like a eunuch masc gen sg (doric aeolic) εὐνουχίας like a eunuch masc nom… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνουχία — η (ΑΜ εὐνουχία) [ευνούχος] 1. το να είναι κάποιος ευνούχος, η κατάσταση τού ευνούχου 2. συνεκδ. ανικανότητα, αγονία, στείρωση μσν. 1. αγαμία, έλλειψη δυνατότητας για γάμο 2. (κατ επέκτ.) εγκράτεια, ηθική καθαρότητα, αγνότητα, εκούσια αποχή από… …   Dictionary of Greek

  • εὐνουχίας — εὐνουχίᾱς , εὐνουχίας like a eunuch masc acc pl εὐνουχίᾱς , εὐνουχίας like a eunuch masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχίαν — εὐνουχίᾱν , εὐνουχίας like a eunuch masc acc sg (attic epic doric aeolic) εὐνουχίας like a eunuch masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνούχος — και μουνούχος, ο (ΑΜ εὐνοῡχος, Μ και μουνοῡχος και ᾿ μνοῡχος, Α και ως επίθ. εὐνοῡχος, ον) 1. αυτός που έχει υποστεί ευνουχισμό, ο εκτομίας 2. αυτός τού οποίου έχουν αφαιρεθεί οι γεννητικοί αδένες και έχει καταστεί ανίκανος για συνουσία αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • εὐνουχίαι — εὐνουχίας like a eunuch masc nom/voc pl εὐνουχίᾱͅ , εὐνουχίας like a eunuch masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”